ομαλία

ομαλία
ὁμαλία, ἡ (Μ) [ομαλός]
η ιδιότητα τού ομαλού, ομαλότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλιά — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱԿՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1036 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c գ. μαλακότης, ἀπαλότης mollities, temeritudo τρυφή deliciae եւն. Կակուղ եւ փափուկն գոլ. փափկութիւն. մեղմութիւն. մեղկութիւն. թուլութիւն. ... *Կակղութիւն անկողնոց,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”